προεισβάλλω

προεισβάλλω
Α
1. κάνω παρατήρηση σε κάποιον προηγουμένως («περὶ ἐμοῡ προεισβέβληκας τῷ τρόπῳ τούτῳ», Σωκρ.)
2. (αμτβ.) α) κάνω αρχή, αρχίζω («προεισέβαλεν οὖν εὐθὺς ἀπὸ τοῡ φόβου», Λογγίν.) β) (για χρόνο) επέρχομαι πριν από κάτι («τῆς ὥρας προεισβαλούσης», Αέτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰσβάλλω «εισάγω, ρίχνω εντός, αρχίζω, επιτίθεμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεισβολή — ἡ, Α [προεισβάλλω] προεισαγωγή, προοίμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”